- ἐκβησόμενον
- ἐκβαίνωstep out offut part mid masc acc sgἐκβαίνωstep out offut part mid neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκβησόμενο — το (AM ἐκβησόμενον) αυτό που πρόκειται να συμβεί νεοελλ. 1. το αποτέλεσμα 2. τμήμα ρητορικού λόγου στο οποίο ο ρήτορας υποδεικνύει τί πρέπει να γίνει … Dictionary of Greek
προδιαστέλλω — ΜΑ μσν. διακρίνω κάτι από κάτι άλλο προηγουμένως («Ἡφαιστίων ταῡτα προδιαστείλας», Τζέτζ.) αρχ. 1. ανοίγω προηγουμένως («προδιαστέλλω τὸ στόμιον», Σωρ.) 2. εκφέρω γνώμη, εκφράζω την άποψή μου για κάτι προηγουμένως («τούτου χάριν ἀναγκαῑον… … Dictionary of Greek